- φεψάλυξ
- -υγος, ὁ, Α(ποιητ. τ.)1. φέψαλος*2. μτφ. ίχνος («ἀλλ' οὐδὲ μοιχοῡ καταλέλειπται φεψάλυξ», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φέψαλος + επίθημα -υξ, -υγος (πρβλ. πομφόλ-υξ)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φεψάλυξ — spark masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεψαλύγων — φεψάλυξ spark masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεψάλυγες — φεψάλυξ spark masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φεψάλυγος — φεψάλυξ spark masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταρβάλυξ — υγος, ὁ, Α ταρακτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάρβος «φόβος» + εκφραστικό ένθημα λ και ουρανικό επίθημα υγ ς (πρβλ. πομφόλυξ, φεψάλυξ)] … Dictionary of Greek